Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χύμισμα — το, Ν [χυμίζω (II)] εφόρμηση, ορμητική επίθεση … Dictionary of Greek
χίμισμα — το, Ν βλ. χύμισμα … Dictionary of Greek